- χέζομαι
- dışkısını üstüne yapmak
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
χέζομαι — χέζομαι, χέστηκα, χεσμένος βλ. πίν. 36 Σημειώσεις: χέζομαι : από άποψη σημασίας δεν είναι παθητικό του χέζω, αλλά σημαίνει → «τα κάνω» πάνω μου ή αισθάνομαι έντονη ανάγκη για αφόδευση … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χέζω — ΝΜΑ 1. αποβάλλω τα περιττώματα από τον πρωκτό, αποπατώ 2. ενεργούμαι και λερώνω κάτι 3. μέσ. χέζομαι α) τά κάνω πάνω μου, λερώνομαι β) μτφ. κυριεύομαι από μεγάλο φόβο (α. «χέστηκα μόλις τόν είδα να παίρνει το πιστόλι» β. «χέσαιτο γὰρ εἰ… … Dictionary of Greek
χεσείω — Α χέζομαι, θέλω να χέσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέζω + κατάλ. σείω τών εφετικών ρημάτων (πρβλ. πολεμη σείω)] … Dictionary of Greek
χέζω — έχεσα, χέστηκα, χεσμένος 1. αποπατώ, κάνω την ανάγκη μου. 2. λερώνω κάτι χέζοντας: Έχεσε το βρακί του. 3. βρίζω, περιφρονώ: Τον έχεσα κι έφυγα. 4. το μέσο, χέζομαι λερώνομαι χέζοντας. 5. φοβάμαι πολύ, τα κάνω πάνω μου από φόβο: Χέστηκε μόλις είδε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)